Σκύλος και προκατάληψη
Την πρώτη φορά που σκέφτηκα ότι οι σκύλοι πιθανόν να είναι θύματα προκαταλήψεων, ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 80. Παιδί τότε, είχα την πεποίθηση ότι όλα όσα μου έλεγαν οι γονείς και οι φίλοι μου, ήταν σίγουρα και απόλυτα πραγματικά.
Δεν είχα την ωριμότητα και την εμπειρία να συνειδητοποιήσω ότι οι γνώσεις και οι απόψεις μας ήταν, τις περισσότερες φορές, βασισμένες στην εμπιστοσύνη και όχι στη λογική.
Έτσι, όταν ο πατέρας μου, μου είπε ότι τα σκυλιά είναι επικίνδυνα, δαγκώνουν και μεταδίδουν ασθένειες… τον πίστεψα! Δεν λέω ότι κάτι τέτοιο αποκλείεται να είναι αλήθεια, ωστόσο, το να σου εξηγούν τις πιθανότητες είναι τελείως διαφορετικό από το, συνειδητά ή υποσυνείδητα, να σε κατευθύνουν προς μία συγκεκριμένη.
Όλα ξεκίνησαν από τη Λάσυ. Το πανέμορφο αυτό Κόλεϊ και ο Τίμμυ Μάρτιν, το νεαρό αφεντικό της, ζούσαν υπέροχες περιπέτειες στην, πολύ μακρινή για εμάς τότε, εξοχή.
Γεννημένοι και μεγαλωμένοι στην Αθήνα, η μόνη επαφή μας με τη φύση ήταν οι ολιγοήμερες καλοκαιρινές διακοπές μας στο χωριό της μητέρας μου, το Μονοδένδρι Ευβοίας.
Εκεί, εγώ και η αδερφή μου, είχαμε γνωρίσει πολλά ζώα, αλλά όχι σκυλιά. Όπως ήταν φυσικό είχαμε αρχίσει να πιστεύουμε ότι η ευτυχία ήταν ένας συνδυασμός ανεμελιάς, εξοχής και περιπέτειας η οποία ερχόταν με τη μορφή ενός σκύλου, της Λάσυ. Ως φυσικό επακόλουθο, αρχίσαμε να γκρινιάζουμε… Θέλαμε τη Λάσυ… Θέλαμε έναν σκύλο!
Οι γονείς μου, γνωρίζοντας την ευθύνη, τον κόπο και τα έξοδα που θα τους επιβάρυναν, προσπάθησαν να μας αποτρέψουν. Κάποια στιγμή, πάνω στην απελπισία του, ο πατέρας μου μου είπε: «τα σκυλιά είναι επικίνδυνα, όταν μεγαλώσουν αρρωσταίνουν και δαγκώνουν και αν σε δαγκώσουν θα αρρωστήσεις και εσύ».
Για κακή μου τύχη, ο καυγάς που οδήγησε τον πατέρα μου να μου πει ότι μου είπε, συνέπεσε με το επεισόδιο όπου η Λάσυ, στην προσπάθειά της να σώσει τον Τίμμυ, πάλεψε με έναν άγριο λυσσασμένο σκύλο.
Οι γονείς του Τίμμυ την έδεσαν και του είπαν ότι, αν έχει αρρωστήσει και τον δαγκώσει, θα αρρωστήσει και αυτός. Τρομοκρατήθηκα, έκλεισα την τηλεόραση πήγα στο μπάνιο και έβαλα τα κλάματα. Μέσα στο παιδικό μυαλό μου, ο πατέρας μου είχε δίκιο! Τα σκυλιά ήταν επικίνδυνα.
Από τότε, κάθε φορά που συναντούσα έναν σκύλο, τρομοκρατούμουν! Η σκέψη και μόνο ότι θα με πλησίαζε με έκανε να παραλύσω! Τα βράδια μπορεί να έμενα ξάγρυπνος απλά και μόνο επειδή άκουγα ένα απομακρυσμένο γαύγισμα!
Ήταν υπερβολικό, το ξέρω, ωστόσο, εκείνη την εποχή, οι εμπειρίες που είχα όσον αφορά τα δαγκώματα και τις αρρώστιες ήταν ο οξύς πόνος από το ράμφισμα του παπαγάλου μας του Γαλάζιου Πρίγκιπα και ο έντονος πονόλαιμος και πυρετός.
Μέσα στο δικό μου μυαλό, η επαφή με έναν σκύλο θα μου προκαλούσε όλα τα παραπάνω. Πόνος και, λόγω του πυρετού, απομόνωση! Δεν θα μπορούσα να βγω έξω, δε θα μπορούσα να δω τους φίλους μου και δε θα μπορούσα να φάω παγωτό! Τρομαχτικό!
Τώρα τα σκέφτομαι και γελάω. Δεν ξέρω πως είχα καταφέρει να τα μπερδέψω τόσο! Από όλη αυτήν την παράνοια με βοήθησαν να ξεφύγω, χωρίς να το ξέρουν, ο θείος, η θεία μου και οι τρεις γιοί τους.
Τότε έμεναν σε ένα σπίτι με πολύ μεγάλο κήπο και κάθε τόσο εγώ και η αδερφή μου περνάγαμε μαζί τους το Σαββατοκύριακο. Τα πρωινά, εγώ, η αδερφή μου και τα τρία ξαδέρφια μας, τρέχαμε στον κήπο και παίζαμε κυνηγητό, κρυφτό και παιχνίδια πολέμου.
Τα μεσημέρια, αράζαμε στο σαλόνι και βλέπαμε βιντεοταινίες με τον Voltron, τα στρούμφ και τους Thundercats, ενώ τα βράδια τσακωνόμασταν και παλεύαμε μέχρι τελικής πτώσεις. Ήταν υπέροχα!
Μέχρι τη στιγμή που ο θείος μου αποφάσισε να πάρει δύο μικρά μπόξερ.
Δεν θυμάμαι πώς αντέδρασα όταν το άκουσα για πρώτη φορά, αυτό που θυμάμαι ήταν ότι για πολλές μέρες έβλεπα στον ύπνο μου ότι με πόναγε ο λαιμός μου και δεν μπορούσα να φάω παγωτό.
Ωστόσο, όταν έφτασε η μέρα να πάω στον θείο μου, δεν είπα τίποτα. Φοβόμουν, παρόλα αυτά, το κυνηγητό, οι κλέφτες και οι αστυνόμοι και ο Voltron ήταν αρκετά μεγάλο κίνητρο.
Σε όλη τη διαδρομή έμεινα σιωπηλός και για να κατέβω από το αυτοκίνητο με πήρε αγκαλιά η μάνα μου. Είχε να με πάρει αγκαλιά από την εποχή που ανακάλυψα ότι μπορώ να τρέχω. Όταν φτάσαμε ήμουν έτοιμος να βάλω τα κλάματα και να της πω να γυρίσουμε πίσω.
Τότε, είδα τα κουτάβια. Ήταν περίπου 5 μηνών, αν δεν κάνω λάθος και έτρεχαν γύρω μας χαρωπά. Τρομοκρατήθηκα και γαντζώθηκα στην αγκαλιά της μάνας μου, παρόλα αυτά το βλέμμα μου δεν έφευγε από πάνω τους.
Κάτι στον τρόπο που κινούνταν με έσπρωχνε να τα αγκαλιάσω, να τα χαϊδέψω, να τρέξω μαζί τους…
Δεν θυμάμαι τι έγινε μετά. Ένα συνοθύλευμα από συναισθήματα και αισθήσεις. Έτρεχα μέσα σε ένα σύννεφο από στιλπνή γούνα και υγρές μύτες με την καρδιά μου να βροντοχτυπά πότε γεμάτη χαρά και πότε γεμάτη φόβο.
Η φωνή του πατέρα μου που με προειδοποιούσε για τους κίνδυνους σκεπαζόταν από τις χαρωπές φωνές των ανήλικων κυνοειδών μόνο και μόνο για να αναδυθεί ξανά κάθε φορά που αυτά απομακρύνονταν ή σιωπούσαν. Είχα μπερδευτεί! Πώς μπορούσε κάτι τόσο όμορφο να είναι επικίνδυνο;
Έμεινα με τα κουτάβια όλη μέρα. Το κυνηγητό και τα παιχνίδια πολέμου μου φαίνονταν ανούσια. Ο Voltron, τα στρούμφ και οι Thundercats είχαν σκεπαστεί από τα χαρωπά ουρλιαχτά και τα παιχνιδιάρικα γαυγίσματα.
Το βράδυ τσακώθηκα με τη μάνα μου γιατί ήθελα να κοιμηθώ στον κήπο μαζί με τα κουτάβια. Δεν θυμάμαι πώς κατάφερε να με τουμπάρει. Έπλυνα χέρια, πόδια και πρόσωπο και ξάπλωσα μαζί με την αδερφή και τα ξαδέρφια μου, όλοι μαζί στρωματσάδα.
Αρκετή ώρα αργότερα, όταν η παλίρροια του ύπνου είχε αρχίσει σιγά σιγά να με παρασέρνει, ξύπνησε στο μυαλό μου η φωνή του πατέρα μου.
Όλο το βράδυ το πέρασα μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Πότε ονειρευόμουνα ότι έπαιζα μαζί με τα μποξεράκια και πότε ότι μαζευόμουνα και τιναζόμουνα για να αποφύγω τα δαγκώματα.
Κάπου, πολύ μακριά μέσα στο μισοκοιμισμένο μυαλό μου, άκουγα τον Γαλάζιο Πρίγκιπα να γελάει μοχθηρά. Ήταν ένα από τα χειρότερα βράδια της ζωής μου!
Το πρωί ξύπνησα πρώτος από όλους. Για αρκετή ώρα έμεινα ξαπλωμένος κάτω από τα σκεπάσματα προσπαθώντας να καταλάβω αν ήμουν άρρωστος. Ο λαιμός μου ήταν ξερός, τα μάτια μου έτσουζαν και αισθανόμουν κουρασμένος.
Όλα εξαφανίστηκαν μόλις άκουσα το πρώτο κουταβίσιο γαύγισμα. Μέσα σε μία στιγμή βρέθηκα έξω και πέρασα όλη την ημέρα μαζί με τα μποξεράκια.
Το βράδυ έφυγα με πολλή γκρίνια. Στο σπίτι δεν ήθελα να κάνω μπάνιο, δεν ήθελα να φάω, δεν ήθελα να κοιμηθώ και το πρωί δεν ήθελα να πάω σχολείο. Ότι και αν μου έλεγαν οι γονείς μου, αντιδρούσα. Εκείνη τη στιγμή δεν το είχα καταλάβει αλλά έκανα την πρώτη μου επανάσταση.
Το παιδικό μυαλό μου υποσυνείδητα, υπονόμευε την τυφλή εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό τους. Είχα αρχίσει να αντιδρώ στην ιδέα του «γιατί το λέω εγώ!». Χωρίς να το καταλάβω έβαζα τις βάσεις που θα με βοηθούσαν να ξεφύγω από την προκατάληψη.
Τις επόμενες μέρες έσπαγα το μυαλό μου να καταλάβω τι γινόταν. Η λογική μου, επηρεασμένη από τα λόγια του πατέρα μου, μου έλεγε ότι οι σκύλοι ήταν επικίνδυνοι. Τα συναισθήματά μου και η εμπειρία μου, όμως, μου έλεγαν το αντίθετο.
Από το αδιέξοδο με έβγαλε η δασκάλα μου, να είναι καλά όπου και αν βρίσκεται! Παραδόξως, δεν θυμάμαι το όνομά της, ούτε την τάξη όπου πήγαινα! (νομίζω ότι ήταν 3η ή 4η δημοτικού).
Το μόνο που θυμάμαι είναι η ανακούφιση που ένιωσα όταν, μετά από αρκετές βδομάδες άγχους και στενοχώριας, τη ρώτησα αν τα σκυλιά είναι επικίνδυνα.
Ήταν στο μάθημα των μαθηματικών και η Κυρία… (Κάθε φορά που σκέφτομαι το σχολείο και λέω «Κυρία», μου έρχεται στο μυαλό η εικόνα της δασκάλας μου και, για κάποια κλάσματα του δευτερολέπτου, είμαι εκατό τις εκατό σίγουρος ότι θα θυμηθώ το όνομά της… ωστόσο, ποτέ δε συμβαίνει! Το μυαλό μου έχει τη δικιά του ατζέντα!).
Η Κυρία… μας εξηγούσε πώς να προσθέτουμε και να αφαιρούμε τετραψήφιους αριθμούς. Μετά από πολλά παραδείγματα μας ρώτησε αν θέλουμε να ρωτήσουμε κάτι… οτιδήποτε… τότε, χωρίς να το συνειδητοποιήσω, σηκώθηκα όρθιος και είπα: «Κυρία, είναι τα σκυλιά επικίνδυνα;»
Οι συμμαθητές μου έβαλαν τα γέλια! Δύο θρανία μπροστά από εμένα η Ευγενία, μια συμμαθήτριά μου με την οποία ήμουνα ερωτευμένος από όταν ξεκίνησα το δημοτικό, γέλαγε κρατώντας την κοιλιά της.
Ντράπηκα! Κατέβασα το κεφάλι και έκατσα στη θέση μου μετανιωμένος. Και τότε η Κυρία… μίλησε.
«Πολύ καλή ερώτηση!». Μέσα στην αίθουσα απλώθηκε μια λυτρωτική και γαλήνια σιωπή.
«Πολύ καλή ερώτηση, Ηλία!» επανέλαβε. Τα μάτια της, μαύρα, σοβαρά, γεμάτα ειλικρίνεια και κατανόηση καρφώθηκαν πάνω μου. Ακόμα και σήμερα, σε περιόδους έντονου άγχους, τα νιώθω να με κοιτάνε.
«Ο κάθε σκύλος είναι διαφορετικός», μου εξήγησε. «Κάποια μπορεί να είναι άγρια και να μας δαγκώσουν. Άλλα να γίνουν οι καλύτεροι φίλοι μας. Μερικά μπορεί να έχουν κάτι και να μας το μεταδώσουν, άλλες φορές πάλι μπορεί εμείς να μεταδώσουμε κάτι σε αυτά» *
«Και πώς μπορούμε να το ξέρουμε;» ρώτησα.
«Δεν ξέρω. Κατά τη γνώμη μου αποφεύγετε να πλησιάσετε σκυλιά που δε γνωρίζετε. Ρωτήστε τους ιδιοκτήτες τους και τους γονείς σας»
«Δηλαδή δεν είναι επικίνδυνα;»
Χαμογέλασε. «Κάποια ναι και κάποια όχι».
Δεν ήταν η απάντηση που περίμενα, ήταν όμως αρκετή. Μια απέραντη ανακούφιση με πλημύρισε. Στο τέλος της σχολικής ημέρας, όταν η μητέρα μου είχε έρθει για να με πάρει από το σχολείο, πλησίασα την κυρία και της είπα ότι ήθελα να της πω κάτι.
Με πλησίασε και, όπως κάθε καλή παιδαγωγός, γονάτισε για να είναι στο ίδιο ύψος με εμένα. Χωρίς να το σκεφτώ τη φίλησα στο μάγουλο.
«Ευχαριστώ!» της είπα.
Μου χαμογέλασε και μου έδωσε μία απάντηση που μου πείρε δύο δεκαετίες για να την καταλάβω. «Εγώ σε ευχαριστώ!»
Μόνο όταν άρχισα να διδάσκω, να προσφέρω λύσεις και να καταλαγιάζω το άγχος, τη στενοχώρια και τις ανησυχίες του κάθε πλάσματος (ανθρώπου ή ζώου), κατάλαβα τι εννοούσε.
Αν μου έμεινε κάτι από αυτήν την ιστορία, πέρα από το πόσο αγαπώ τα ζώα, πέρα από την ευγνωμοσύνη μου προς την Κυρία… και πέρα από το πόσα μπορούν να κάνουν λίγες σωστές κουβέντες τη σωστή στιγμή, είναι να μην εμπιστεύομαι όσα μου λένε αυτοί που εμπιστεύομαι.
Δεν λέω ότι δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε τους ανθρώπους, ούτε ότι πρέπει να ελέγχουμε το κάθε τι που θα μας πουν, ωστόσο, υπάρχουν κάποιες στιγμές που η απόφαση η οποία θα πάρουμε, μπορεί να επηρεάσει τόσο τις ζωές τις δικές μας όσο και των πλασμάτων (ανθρώπων και ζώων) γύρω μας.
Σε αυτές τις περιπτώσεις θα είναι κρίμα να βασιστούμε στην τυφλή εμπιστοσύνη που έχουμε για κάποιον και όχι στην πραγματικότητα.
Ρωτήστε, ψάξτε και ελάτε σε επαφή με ανθρώπους που είναι πραγματικά γνώστες του αντικειμένου που σας απασχολεί. Ελέγξτε πόσο καιρό ασχολούνται με αυτό, αν το αγαπούν και πόσο συχνά ενημερώνονται. Ζητήστε συστάσεις, εξηγήσεις και μία παρουσίαση της δουλειάς τους.
Όσον αφορά το αντικείμενο μου, τη Θετική Εκπαίδευση Σκύλων, μην επαναπαύεστε στις «συμβουλές» που θα πάρετε από φίλους, άρθρα, βιβλία, τηλεοπτικές εκπομπές ή τυχαίους «ειδικούς». Ο κάθε άνθρωπος και ο κάθε σκύλος είναι διαφορετικός και η εκπαίδευση θα πρέπει να προσαρμόζεται σε αυτό.
Επιπλέον, μία εκπομπή που γυρίστηκε πριν 10 χρόνια δε θα περιέχει γνώσεις και τεχνικές της τελευταίας δεκαετίας. Το ίδιο ισχύει για τα βιβλία, τα DVD και για τους εκπαιδευτές που δεν ενημερώνονται.
Θα κλείσω την ιστορία με μερικές φράσεις – καταστάσεις, οι οποίες είναι καθαρά θέματα προκατάληψης και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα:
Τα Ροτβάιλερ, είναι δολοφόνοι
Τα Ντόπερμαν, όταν μεγαλώσουν, τρελαίνονται
Για να εκπαιδεύσεις έναν σκύλο, χρειάζεται βία
Η εκπαίδευση του σκύλου, είναι ακριβή και δε φέρνει αποτέλεσμα
Τα μικρά σκυλιά δεν χρειάζονται εκπαίδευση
Είχα δύο, τρία, τέσσερα… σκυλιά, άρα ξέρω από εκπαίδευση σκύλων
Τα Μπουλντόγκ είναι πεισματάρικα
Ο σκύλος δεν εκπαιδεύεται – δεν μαθαίνει – αν δεν είναι τουλάχιστον 6 μηνών
Δεν μπορείς να μάθεις σε έναν γέρο σκύλο νέα κόλπα
Τα σκυλιά είναι (πάντα) επικίνδυνα, δαγκώνουν και μεταφέρουν ασθένειες
*Να έχουμε υπόψιν μας ότι όλα αυτά, τα είπε μία δασκάλα στα μέσα της δεκαετίας του 80. Παρότι είναι λογικά, δεν είναι βασισμένα σε κάποιες μελέτες, αλλά στην προσωπική της άποψη.